θέμις

θέμις
θέμις (θέμις, -ιτος, -ιδος, -ιν; θέμιτες, -ίτ[ων], -ισσιν.)
1
a right (divinely ordained) στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς (of dolphins) ?fr. 358. esp., the rights ordained by Zeus Xenios, relating to hospitality, cf. O. 8.22 infra,

καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8

τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες (of Aigina: cf. θεμίξενος, ξεναρκής) I. 9.5 ]θεμις[ ?fr. 333a. 3.
b pl. divine ordinances

ἀγῶναδ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24

esp. oracles, “τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει θέμισσινP. 4.54

Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ] ἐξαίρετον προφάταν Pae. 9.41

v. θεμιστός.
2 Themis, power of right order (Farnell), former wife of Zeus, mother of the ὦραι, mother of

Εὐνομία, Δίκα, Εἰρήνα. Αἴγιναν ἔνθα σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.22

αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15

(Κόρινθον)

ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε, Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.8

ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (θέμιν Wil.: “heilige Satzung” Schr.: perhaps a reference to the aboriginal cult of Ge-Themis at Delphi, Farnell) P. 11.9

εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31

πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 1. ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ[ (in lemmate scholiastae post ὠκεανοῦ est θέμιδος scriptum, quod fort. in textum recipiendum est, cll. Hes., Theog. 133—5.) Pae. 8.16

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • Θέμις — Θέμῑς , Θέμις that which is laid down fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Θέμις that which is laid down fem nom sg Θέμις that which is laid down fem nom sg Θέμις that which is laid down fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — θέμῑς , θέμις that which is laid down fem acc pl (attic epic doric ionic aeolic) θέμις that which is laid down fem nom sg θέμις that which is laid down fem nom sg θέμις that which is laid down fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπαζάκα, Θέμις — (Θεσσαλονίκη 1953 –). Ηθοποιός. Από τις πλέον εκφραστικές παρουσίες στο Θέατρο, την μικρή και την μεγάλη οθόνη έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία. Σπούδασε ενδυματολογία και μόδα στο Λονδίνο και το 1979 μπήκε στην Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Θέμις — Δεκαπενθήμερο και έπειτα μηνιαίο περιοδικό (1881 1907). Ιδρύθηκε από τον Τρ. Μανταφούνη με έδρα την Αθήνα, με καθαρά νομικό περιεχόμενο …   Dictionary of Greek

  • Θέμι — Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμῑ , Θέμις that which is laid down fem dat sg (epic doric ionic aeolic) Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμις that which is laid down fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμι — θέμις that which is laid down fem voc sg θέμῑ , θέμις that which is laid down fem dat sg (epic doric ionic aeolic) θέμις that which is laid down fem voc sg θέμις that which is laid down fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέμιν — Θέμις that which is laid down fem acc sg Θέμις that which is laid down fem acc sg Θέμις that which is laid down fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμιν — θέμις that which is laid down fem acc sg θέμις that which is laid down fem acc sg θέμις that which is laid down fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέμισιν — Θέμις that which is laid down fem dat pl (epic doric ionic aeolic) Θέμις that which is laid down fem dat pl Θέμις that which is laid down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμισιν — θέμις that which is laid down fem dat pl (epic doric ionic aeolic) θέμις that which is laid down fem dat pl θέμις that which is laid down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”